ακατάσβεστος

ακατάσβεστος
-η, -ο (Α ἀκατάσβεστος, -ον) [κατασβέννυμι]
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να σβήσει εντελώς
νεοελλ.
μτφ. ο ασίγητος, ο αγαλήνευτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀκατάσβεστος — unslaked masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακατάσβεστος — η, ο επίρρ. α εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να σβήσει (κυριολ. και μτφ.): Είχε μια ακατάσβεστη δίψα για μάθηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκατάσβεστον — ἀκατάσβεστος unslaked masc/fem acc sg ἀκατάσβεστος unslaked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατασβέστῳ — ἀκατάσβεστος unslaked masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατάσβεστα — ἀκατάσβεστος unslaked neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”